Του Θάνου Πάλλη,
Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασίας των λιμενικών αρχών μπορεί να συμβάλλει στην αντιστροφή των παραπάνω αρνητικών φαινομένων, και να προωθήσει τη δυνατότητα του λιμενικού συστήματος να εξυπηρετεί αποτελεσματικά, αποδοτικά ποιοτικά, ισότιμα και με ασφάλεια, τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές των πολιτών που ζουν στη σχετική ενδοχώρα, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη ενός ευρύτερου συνόλου.
Στις περιπτώσεις 'περιφερειακών λιμένων, όπως οι Ελληνικοί, οι οποίοι δεν βρίσκονται στη ρότα των μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών, και δεν διαθέτουν ισχυρά και ανεπτυγμένα βιομηχανικά κέντρα στην ενδοχώρα τους, η προσέλκυση πρόσθετου φορτίου και η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης αποτελεί προϊόν πετυχημένης στρατηγικής των λιμενικών αρχών τους.
H συνεργασία αποτελεί στρατηγική αρκετών λιμένων, ανεξαρτήτως μεγέθους. Εχει δε συγκεκριμένους σκοπούς:
α) την εξειδίκευση της προσφοράς, διαχείρισης, και διοίκησης των λιμενικών υπηρεσιών,
β) τον συντονισμό της επιλογής φορτίων,
γ) την αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων,
δ) τη συστημική ανάπτυξη στα πλαίσια σχετικών (υπερ)εθνικών πολιτικών, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (διευρωπαϊκά δίκτυα, λεωφόροι της θάλασσας κ.λπ.) και
ε) την ανάπτυξη πρωτοβουλιών για περιβαλλοντικά φιλική ανάπτυξη.
Με δεδομένη την εξειδίκευση της ζήτησης, τις σημαντικές απαιτήσεις χωρικής επέκτασης και την μείωση των περιπτώσεων μονοπωλιακής γεωγραφικής θέσης, τα παραδείγματα διαφόρων μορφών συνεργασιών είναι αυξανόμενα. Περιλαμβάνουν κοινά σχέδια επέκτασης για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του χώρου και των λιμενικών υπηρεσιών, προγράμματα εκπαίδευσης και ασφάλειας, την αναζήτηση αποτελεσματικών πληροφοριακών συστημάτων που προσφέρουν στους χρήστες λιμενικών υπηρεσιών. Κοινός παρανομαστής των συμμετεχουσών λιμενικών αρχών, είναι η κατανόηση της ανάγκης σύνδεσης, και κατ' επέκταση ικανοποίησης, των χρηστών οι οποίοι είναι ολοένα και λιγότερο 'αιχμάλωτοι' στην χρήση ενός συγκεκριμένου λιμένα.
H ανάγκη επίλυσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων ενισχύει τις συλλογικές λιμενικές πρακτικές. Οι λιμενικές αρχές συνεργάζονται στη διαχείριση φορτίου, τη χρήση γης για λιμενικές και προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες και την αντιμετώπιση κυκλοφοριακών προβλημάτων, βάσει τόσο των αναγκών των χρηστών όσο και της σχετικής επίδρασης στη σχέση λιμένα/πόλεων.
Είναι το «Αττικό Λιμενικό Σύστημα» η απάντηση;
Το γεγονός ότι διαδοχικοί (νυν και τέως) εμπλεκόμενοι παράγοντες υιοθέτησαν τη συγκεκριμένη προσέγγιση, δείχνει ότι η σημασία των συνεργασιών μεταξύ των λιμενικών αρχών είναι κατανοητή, οι δε σχετικές πρωτοβουλίες κινούνται σε θετική κατεύθυνση.
Το πλέον κρίσιμο ζήτημα είναι η στρατηγική συμφωνία των λιμένων να διατυπωθεί με διακριτούς στόχους αξιοποιώντας τα θετικά παραδείγματα της διεθνούς εμπειρίας. Θα πρέπει να αποφευχθεί η διαχειριστική λογική, όπως για παράδειγμα η ανάληψη πρωτοβουλιών από τον ΟΛΠ αποκλειστικά και μόνο ως αντισταθμιστική δράση στη μείωση των εσόδων της Α.Ε. λόγω της παραχώρησης τμήματος του προσοδοφόρου ΣΕΜΠΟ. Η προοπτική να ενταχθούν μετοχικά τρεις λιμένες εθνικής σημασίας (Λαύριο, Ραφήνα Ελευσίνα) σε Holding Company αφορά μόνο τις προσδοκίες μιας εισηγμένης εταιρίας, και δεν αποτελεί από μόνη της λιμενική στρατηγική.
H μετοχική διάσταση της εν λόγω συνεργασίας δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Πετυχημένες συγχωνεύσεις λιμένων έχουν ήδη λάβει χώρα στον Ευρωπαϊκό χώρο, με εξέχον παράδειγμα αυτή μεταξύ Malmoe - Copenhagen. Ανάλογες συζητήσεις γίνονται στην Γαλλία για συγχώνευση λιμενικών αρχών, και συμμετοχή εκπροσώπων της κάθε λιμενικής αρχής στο ΔΣ της άλλης. Η δε συγχώνευση των λιμενικών αρχών του μητροπολιτικού Vancouver στον Καναδά, η οποία ταιριάζει οργανωσιακά στην προσέγγιση των Αττικών Λιμένων.
Όμως μία τέτοια στρατηγική επιλογή θα πρέπει να συνοδεύεται από τις απαιτούμενες οργανωσιακές αλλαγές και την εξειδίκευση (με δεδομένους τους περιορισμούς) στην προσφορά λιμενικών υπηρεσιών, ώστε να συμβάλλει αποφασιστικά στην διεύρυνση των δραστηριοτήτων των περιφερειακών ελληνικών λιμένων, με πολλαπλά θετικά αποτελέσματα τόσο για τους ίδιους τους λιμένες όσο και για τις πόλεις που τους φιλοξενούν. Απαραίτητη πτυχή θα πρέπει να είναι ο συγχρονισμός δραστηριοτήτων στην ενδοχώρα και η ενίσχυση την δικτύωσης των εμπλεκομένων παικτών (χρήστες & πάροχοι υπηρεσιών), αλλά και των ίδιων των λιμένων, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της αποδοτικότητας (ποσότητα) και της αποτελεσματικότητας (ποιότητα) των προσφερόμενων υπηρεσιών
Παράλληλα, είναι σκόπιμο να αναπτυχθεί η Εθνική διάσταση της συνεργασίας. Οι διαδοχικές άκαρπες, αν όχι αποτυχημένες, προσπάθειες του παρελθόντος (ΕΛΙΜΕ, ΕΚΑΛ), πρέπει επιτέλους να δώσουν τη θέση τους σε μια αναγκαία λιμενική πολιτική: έναν ουσιαστικό σχεδιασμό την αυτόνομης συνεργασίας των αυτόνομων λιμενικών αρχών, με γνώμονα τις άκρως επιτυχημένες πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, (π.χ. συνεργασία των Ισπανικών λιμένων μέσω του Puertos del Estados).
Η πρωτοβουλία αυτή όχι μόνο θα προωθήσει δημιουργικές συνεργασίες μεταξύ ελληνικών λιμένων, παράγοντας πολλαπλασιαστικά λειτουργικά οφέλη, αλλά θα επιτρέψει και τη διαμόρφωση κοινής αντίληψης και παρέμβασης για τις μελλοντικές πολιτικές. Επιπρόσθετα, θα ανατρέψει την υφιστάμενη απουσία παρέμβασης στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Λιμενικής Πολιτικής ή συμμετοχής στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Λιμένων.
Η προαναφερθείσα στρατηγική οφείλει να διέπεται από μακροπρόθεσμη προοπτική και προγραμματισμό. Προϋπόθεση, να προωθηθεί συστηματικά αυτό που αποτελεί κοινό τόπο σε παγκόσμια κλίμακα: την πραγματική αποκέντρωση του ελέγχου της διοίκησης και τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία των λιμενικών αρχών ώστε να οργανωθούν και να παρασχεθούν αποτελεσματικά σύγχρονες λιμενικές υπηρεσίες.
Παρά τις εμφανείς αδυναμίες της και την γρήγορη εξάντληση της δυναμικής της, η μεταρρύθμιση που ξεκίνησε το 1999 είχε ορθά ως στόχο τη λιμενική αποκέντρωση και την προοδευτική ενίσχυση της δράσης και των λήψης αποφάσεων από τους ίδιους τους λιμενικούς οργανισμούς. Αν η εν λόγω αυτονομία εφαρμοσθεί στην πράξη, οι λιμενικές αρχές έχουν όλες τις προϋποθέσεις να συνεργασθούν και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους με βάση τη σημερινή πραγματικότητα.